αθερμομέτρητος

αθερμομέτρητος
-η, -ο [θερμομετρώ]
αυτός που δεν θερμομετρήθηκε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αθερμομέτρητος — η, ο αυτός που δε θερμομετρήθηκε: Ο άρρωστος δεν έπρεπε να μείνει αθερμομέτρητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”